ἑρμαῖος, -α, -ον (AM) Ερμήςμσν.ωφέλιμος, χρήσιμος, κατάλληλοςαρχ.1. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῖος λόφος»)2. αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)3. ονομασία μήνα στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία4. επικερδής.