μουσαίος
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
μουσαῖος, -αία, -ον (Α) μούσα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες.