επταμόριος

From LSJ
Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

ἑπταμόριος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από επτά μόρια, μέρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑπταμόριον
επτάλοφος («χώραν..., ἣν Σεπτεμπάγιον καλοῦσιν, ὅπερ ἐστὶν ἑπταμόριον», Πλούτ.).