τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
-α, -ο (ΑΜ θνησιμαῖος, -αία, -ον)
νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» — κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει)
νεοελλ.
ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα -αίος (πρβλ. αυλ-αίος, θαλαμ-αίος)].