προστομιαίο

Revision as of 13:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / προστομιαῖον, ΝΑ προστόμιον
νεοελλ.
αρχιτ. το τοξοειδές τμήμα μιας θολωτής αρχιτεκτονικής κατασκευής το οποίο δημιουργείται με θολολίθους τραπεζοειδούς σχήματος ή με οπλισμένο σκυρόδεμα
αρχ.
το μετά την βόρεια στοά του Ερεχθείου πρώτο ορθογώνιο επίμηκες διαμέρισμα.