αὐτονομέομαι

Revision as of 11:27, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

Dep. c. aor. Pass. A -ήθην Str.12.3.11:—to be independent, Th.1.144, D.4.4, etc.

German (Pape)

[Seite 399] nach eigenen Gesetzen, unabhängig leben, Thuc. 1, 144, öfter, u. Folgde, bes. im partic.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτονομέομαι: ἀποθ. μετὰ παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι αὐτόνομος, ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se gouverner par ses propres lois, être indépendant.
Étymologie: αὐτόνομος.

Spanish (DGE)

regirse por sus propias leyes, ser independiente de ciu. o pueblos, Th.1.144, 2.72, 6.84, D.4.4, Plb.21.22.4, 10, 25.2.13, Str.12.3.11.

Greek Monotonic

αὐτονομέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., ζω με τους δικούς μου νόμους, είμαι ανεξάρτητος, σε Θουκ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτονομέομαι: жить по собственным законам, быть независимым Thuc., Dem., Plut.

Middle Liddell


Dep. to live by one's own laws, be independent, Thuc., Dem.