ἀναμινυρίζω

Revision as of 12:40, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

A sing languishingly, Protagorid.2.

German (Pape)

[Seite 198] vorträllern, bei Ath. IV, 176 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμινῠρίζω: ἄδω ἀσθενῶς, μετὰ χαμηλῆς καὶ κλαυθμηρᾶς φωνῆς, Πρωτ. παρ’ Ἀθην. 176Β.

Spanish (DGE)

entonar τῷ ... μοναύλῳ τὰς ἡδίστας ἁρμονίας Protagorid.2a.

Greek Monolingual

ἀναμινυρίζω (ΑΜ)
τραγουδώ άτονα και μελαγχολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μινυρίζω «τραγουδώ ήρεμα με χαμηλή φωνή»].