τραγουδώ
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
τραγουδώ και τραγουδάω Ν
1. εκτελώ μελωδία, ερμηνεύω, λέω τραγούδι, άδω
2. εξυμνώ, εκθειάζω με στίχους ή με ποιητικές φράσεις («ο Ελύτης τραγουδά τον ήλιο, τον έρωτα και τις φυσικές ομορφιές τών νησιών μας»)
3. (για πτηνά) κελαηδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τραγῳδῶ με τροπή του -ω- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι. Η σημερινή σημ. του ρ. απαντά ήδη από τον 1ο μ.Χ. αιώνα (βλ. λ. τραγωδώ)].