πέδοικος

Revision as of 17:20, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

Aeol. and Dor. for μέτοικος, Pi.Fr.25; A π. χελιδών A.Fr. 53.

German (Pape)

[Seite 541] 2 Endgn, dor. u. öol. statt μέτοικος, Aesch. frg. 43.

Greek (Liddell-Scott)

πέδοικος: μέτοικος, Ἡσύχ.

English (Slater)

πέδοικος ?
   1 migrant πέδοικος fr. 25.

Greek Monolingual

ὁ Α
(αιολ. και δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ο μέτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ., αντί του μέτοικος, < πεδά + οίκος].

Russian (Dvoretsky)

πέδοικος: ὁ и ἡ эол. Aesch. = μέτοικος.