γράπτης

Revision as of 09:40, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ου, ὁ, A wrinkled, Eust.633.56.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, der Runzeln hat, Eust.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ arruga Eust.633.56.
• Etimología: Deriv. de γράφω q.u.

Greek Monolingual

ο (Μ)
αυτός που έχει ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος σημασιολογικά τ. του γράπις, που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το γράπτης θεωρήθηκε παράγωγο του γράφω «χαράζω (γραμμή)»].