ἀφιλοικτίρμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A unmerciful, Hsch.
German (Pape)
[Seite 412] ον, unbarmherzig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλοικτίρμων: -ον, γεν. ονος, ὁ μὴ φιλοικτίρμων, ἀνελεήμων, Κύριλλ. - Ἑπίρρ. -μόνως ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 cruel, despiadado Cyr.Al.M.71.112C, Hsch.
2 adv. -μόνως sin piedad κολάζεσθαι δεῖν ἀ. Cyr.Al.M.68.421B.
Greek Monolingual
ἀφιλοικτίρμων (-ονος), -ον (Μ)
αυτός που δεν είναι φιλεύσπλαχνος.