cruel
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφής οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς -> Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Sophocles, Antigone, 883English > Greek (Woodhouse)
adj.
Of persons: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, Ar. and P. χαλεπός, V. ὠμόφρων, δυσάλγητος.
merciless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος.
Of things: P. and V. δεινός, ὠμός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, Ar. and P. χαλεπός.
- Look up cruel on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search
Spanish > Greek
διαβριθής, ἀλλόκοτος, δριμύς, αὐθάδης, ἀσυμπαθής, ἀνελεεινός, ἀπηλεγής, ἀφιλοικτίρμων, δυσαχής, δυσηλεγής, ἀπρήϋντος, βαρύφρων, δυσηχής, δυσάκεστος, δυσέκλυτος, ἔξαλλος, ἀμαθής, ἀμείλιχος, ἀπέρωτος, δυσδαίμων, ἀθηρής, ἀνάλγητος, ἀπηνής, δυσόργητος, ἀγνώμων, δυσαλγής, αἰνόφρων, δύσερις, βαρύς, ἀσυμπάθητος, δυσπενθής, ἄστοργος, ἄτεγκτος, δυσανάλγητος, ἀνηλεγής, ἀλίμενος, ἄσπλαγχνος, ἀζαλέος