διαυγασμός

Revision as of 10:47, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]del " to "]] del ")

English (LSJ)

ὁ, A splendour bursting forth, of lightning, Placit.3.3.1.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der durchbrechende Glanz, Plut. plac. phil. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lueur éclatante.
Étymologie: διαυγάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
resplandor del rayo ἡ δὲ διαστολὴ παρὰ τὴν μελανίαν τοῦ νέφους τὸν διυγασμὸν ἀποτελεῖ Placit.3.3.1, del amanecer, Cyr.Al.M.71.261B.

Greek Monolingual

ο (ΑΝ)
1. η πράξη του διαυγάζω, διαλαμπή
2. αυγή.

Russian (Dvoretsky)

διαυγασμός: ὁ проблеск: ἡ διαστολὴ (sc. τοῦ νέφους) τὸν διαυγασμὸν ἀποτελεῖ Plut. разрыв (черных) облаков сопровождается блеском.