διαυγασμός
English (LSJ)
ὁ, A splendour bursting forth, of lightning, Placit.3.3.1.
German (Pape)
[Seite 609] ὁ, der durchbrechende Glanz, Plut. plac. phil. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lueur éclatante.
Étymologie: διαυγάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
resplandor del rayo ἡ δὲ διαστολὴ παρὰ τὴν μελανίαν τοῦ νέφους τὸν διυγασμὸν ἀποτελεῖ Placit.3.3.1, del amanecer, Cyr.Al.M.71.261B.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
διαυγασμός: ὁ проблеск: ἡ διαστολὴ (sc. τοῦ νέφους) τὸν διαυγασμὸν ἀποτελεῖ Plut. разрыв (черных) облаков сопровождается блеском.