γαλαντόμος
Greek Monolingual
-α, -ικο
1. περιποιητικός, προσηνής
2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) galantomo «γενναιόδωρος, γενναιόφρονος» (πρβλ. γαλλ. galant homme, ιταλ. galantuomo)].
-α, -ικο
1. περιποιητικός, προσηνής
2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) galantomo «γενναιόδωρος, γενναιόφρονος» (πρβλ. γαλλ. galant homme, ιταλ. galantuomo)].