δαιταλώμαι
Greek Monolingual
δαιταλώμαι (-άομαι) (Α)
ευωχούμαι, τρώω ευχάριστα με παρέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιταλώμαι φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δαίταλος < δαις (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλεύς)].
δαιταλώμαι (-άομαι) (Α)
ευωχούμαι, τρώω ευχάριστα με παρέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιταλώμαι φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δαίταλος < δαις (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλεύς)].