δαφνόκομος

Revision as of 08:37, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A bay-crowned, τρίποδες AP9.505.11.

German (Pape)

[Seite 525] mit Lorbeer umkränzt, τρίποδες Φοίβου Anth. IX, 505, 11.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνόκομος: -ον, ὁ διὰ δάφνης ἐστεμμένος, Ἀνθ. Π. 9. 505, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert ou couronné de laurier.
Étymologie: δάφνη, κόμη.

Greek Monolingual

δαφνόκομος, -ον (Α)
στεφανωμένος με δάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -κομος < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. καλλίκομος, ξανθόκομος)].

Greek Monotonic

δαφνόκομος: -ον (κόμη), στεφανωμένος με δάφνη, στολισμένος με δάφνη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δαφνόκομος: увенчанный лаврами (τρίποδες Φοίβου Anth.).

Middle Liddell

κόμη
laurel-crowned, Anth.