ηλιαυγής

From LSJ
Revision as of 09:23, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

ἡλιαυγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως ο ήλιοςχρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + -αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο αύγος), πρβλ. δι-αυγής, τηλ-αυγής].