Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
ἡλιαυγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως ο ήλιος («χρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + -αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο αύγος), πρβλ. δι-αυγής, τηλ-αυγής].