ημιωπία

From LSJ
Revision as of 09:27, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

η
βλ. ημιανοψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiopia < hemi- (πρβλ. ημι-) + -opia (πρβλ. -ωπια < ωψ «πρόσωπο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κωνστ. Μαυρογιάννη].