ο, θηλ. ηλιολάτρισσα (Μ ἡλιολάτρης, θηλ. ἡλιολάτρις)αυτός που λατρεύει τον ήλιο ως θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -λατρης (< λά-τρον), πρβλ. ανθρωπο-λάτρης, ειδωλο-λά-τρης].