διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
ἡνιόστροφος, -ον (Α)αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»].