θωρακοπλαστική

Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η
ιατρ. εκτομή αριθμού πλευρών για να επιτευχθεί η σύμπτωση τών τοιχωμάτων ενός υποκείμενου πνευματικού σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλ. thoracoplastie < thoraco- (πρβλ. θώραξ) + -plast- (πρβλ. πλαστ-ική) + κατάλ. -ie].