ισόπτερος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
ἰσόπτερος, -ον (Α)
γρήγορος σαν φτερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κολεό-πτερος, ορθό-πτερος].