καλιούχος

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που περιέχει κάλιον («καλιούχα λιπάσματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλιο + -ούχος (< έχω), πρβλ. ανθρακ-ούχος, χλωρι-ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].