στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
-η, -ο (Α ἰσόχορδος, -ον)αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ-χορδος, ολιγό-χορδος].