καταβολισμός

From LSJ
Revision as of 13:29, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

ο
βιολ. μια από τις δύο φάσεις του μεταβολισμού η οποία περιλαμβάνει το σύνολο τών φαινομένων αποδόμησης της ζώσας ύλης, μέρος της οποίας μεταβάλλεται σε απεκκρίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. catabolism < cata- (πρβλ. κατα-) + -bol- (πρβλ. βολή < βάλλω) + κατάλ. -ism].