κολεοφόρα
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
η
ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας coleophoridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coleophora (< coleo- < κολεόν) + -phora (πρβλ. -φόρα, πληθ. του -φόρος < φέρω)].