καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
-εςκομμιώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι / -εως + κατάλ. -ώδης, (πρβλ. βραχ-ώδης, πετρ-ώδης)].