κυστικέρκωση

Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
παρασιτική νόσος που οφείλεται στην ύπαρξη κυστικέρκων σε ιστούς και όργανα ορισμένων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cysticercose < γαλλ. cysticerque (πρβλ. κυστίκερκος)].