-η, -οαυτός που αναδείχθηκε από τον λαό, ο εκλεκτός του λαού («λαοπρόβλητος ηγέτης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -πρόβλητος (< προ-βάλλω), πρβλ. εθνο-πρόβλητος, θεο-πρόβλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].