μαιήιος
From LSJ
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
Greek (Liddell-Scott)
μαιήιος: -ον, = μαιευτικός, Νόνν. Δ. 9. 167.
Greek Monolingual
μαιήϊος, -ον (Α)
1. μαιευτικός
2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα -ήϊος (πρβλ. γαι-ήιος, γενεθλ-ήιος)].