μαιήιος

From LSJ
Revision as of 14:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαιήιος: -ον, = μαιευτικός, Νόνν. Δ. 9. 167.

Greek Monolingual

μαιήϊος, -ον (Α)
1. μαιευτικός
2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα -ήϊος (πρβλ. γαι-ήιος, γενεθλ-ήιος)].