ἡμιθνής

Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, A = ἡμιθανής, Ar.Nu.504, Th. 2.52, Plb.14.5.7, Gal.10.1021; of fear, Aeschin.3.159; ὕπνος βαθὺς καὶ ἡ. Philostr.VA2.36.

German (Pape)

[Seite 1168] ῆτος, halb todt; Ar. Nubb. 504; Thuc. 2, 52; Aesch. 3, 159; Pol. 14, 5, 7 u. Sp. – Der Accent ἡμίθνης ist wider die Analogie.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιθνής: ῆτος, ὁ, ἠ, = ἡμιθανής, Ἀριστοφ. Νεφ. 504, Θουκ. 2. 52, Αἰσχίν. 76. 18, κτλ.· ὕπνος βαθὺς καὶ ἡμ. Φιλόστρ. 88.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
à demi mort, moribond.
Étymologie: ἡμι-, θνῄσκω.

Greek Monolingual

ἡμιθνής, ὁ (Α)
1. ημιθανής
2. (ως επίθ. για τον ύπνο) αυτός που οδηγεί σε πλήρη αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θνης (< θνήσκω), πρβλ. λιμο-θνής, χειμο-θνής].

Greek Monotonic

ἡμιθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ = ἡμιθανής, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιθνής: ῆτος adj. полумертвый Thuc., Arph., Aeschin., Polyb.

Middle Liddell

ἡμι-θνής, ῆτος, = ἡμιθανής, Ar., Thuc., etc.]