ισχνουργής
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
Greek Monolingual
ἰσχνουργής, -ές (Α)
λεπτοδουλεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. καινουργής, μεγαλουργής].