λεπτότεχνος
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
-η, -ο
επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. άτεχνος, πολύτεχνος].