τρισθενής

From LSJ
Revision as of 13:20, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

-ές Ν
χημ. (για χημ. στοιχείο) αυτός που έχει σθένος τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σθενής (< σθένος), πρβλ. δισθενής. Το επίθ., στο ουδ. τρισθενές (άτομον), μαρτυρείται από το 1888 στον Οθ. Ρουσόπουλο].