καναβούρι
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
κανναβούρι, καναβούρι, κανναβόσπορος, καναβόσπορος, το (Μ καναβούριν, κανναβούριν) κάνναβις, κάναβις
ο σπόρος του φυτού κάνναβη, κάναβη