ἀντεξέρχομαι
English (LSJ)
A = ἀντέξειμι, X.HG7.2.12, Cyr.6.3.13.
German (Pape)
[Seite 246] (s. ἔρχομαι), = ἀντέξειμι, Xen. Hell. 7, 2, 12 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξέρχομαι: ἀντέξειμι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
salir contra abs. ἀντεξελθόντες οἵ τε ἱππεῖς ... ἐμάχοντο X.HG 7.2.12, cf. X.Cyr.6.3.13.
Greek Monolingual
ἀντεξέρχομαι (Α)
εξέρχομαι εναντίον κάποιου που βαδίζει εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντεξέρχομαι: = ἀντέξειμι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεξέρχομαι: Xen. = ἀντεξελαύνω.