ἀντεξέρχομαι

Revision as of 10:05, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

English (LSJ)

A = ἀντέξειμι, X.HG7.2.12, Cyr.6.3.13.

German (Pape)

[Seite 246] (s. ἔρχομαι), = ἀντέξειμι, Xen. Hell. 7, 2, 12 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεξέρχομαι: ἀντέξειμι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

marcher contre.
Étymologie: ἀντί, ἐξέρχομαι.

Spanish (DGE)

salir contra abs. ἀντεξελθόντες οἵ τε ἱππεῖς ... ἐμάχοντο X.HG 7.2.12, cf. X.Cyr.6.3.13.

Greek Monolingual

ἀντεξέρχομαι (Α)
εξέρχομαι εναντίον κάποιου που βαδίζει εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντεξέρχομαι: = ἀντέξειμι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεξέρχομαι: Xen. = ἀντεξελαύνω.

Middle Liddell

εἶμι ibo, = ἀντέξειμι
Xen.
to go out against, Xen.