ἀπρόσδεκτος

Revision as of 12:31, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ον, A inadmissible, BGU 1113.21 (i B. C.), S.E.P.2.229. II Act., not giving heed to, συμβουλίας Phld.Vit.p.34J., dub. in Id.D.3.Fr.42; unacceptable, Plb.36.12.4; θυσία IG3.73.14, 74.8; εὐχὴ ἀ. ὑπὸ θεοῦ Porph.Marc.24.

German (Pape)

[Seite 339] nicht aufnehmend, unwirthbar, Aesch. Suppl. 775, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσδεκτος: -ον, ἀνένδεκτος, ἀπαράδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 229· ὁ μὴ εὐπρόσδεκτος, ἐλεημοσύνη γὰρ ἡ ἐκ τούτων ἀπρόσδεκτος τῷ θεῷ, καθὰ καὶ ἐκ μισθοῦ πόρνης Εὐστ. Πονημάτ. 70. 95.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. no recibido o admitido c. dat. de lugar διαγγελθήτω πάσῃ τῇ κώμῃ ἀπρόσδεκτον αὐτὸν εἶναι πρὸς πᾶσαν κοινωνίαν Basil.Ep.288.11, cf. Ammon.Ac.M.85.1537D
c. dat. agente ταῖς ἀδελφότησιν Basil.M.31.1009A.
2 de abstr. inadmisible, inaceptable φύσει μὲν ἀπρόσδεκτός ἐστιν ὁ τοιοῦτος λόγος tal razonamiento es inadmisible por naturaleza Plb.36.12.4, ἔνκλησιν ἄκυρον καὶ ἀπρόσδεκτον καθ[ό] λ[ο] υ εἶναι BGU 1113.21 (I a.C.), cf. POxy.268.18 (I d.C.), BGU 2051.19 (II d.C.)
ἐπιφορὰ ἀ. inferencia inaceptable S.E.P.2.229, λόγος ... ἐπί τι ἀπρόσδεκτον ἡμᾶς ἄγει el argumento nos conduce hacia algo inadmisible S.E.P.2.231
c. dat. ἐλεημοσύνη γὰρ ἡ ἐκ τούτων ἀπρόσδεκτος τῷ θεῷ Eust.Op.70.95
c. rég. prep. ἀ. ἡ θυσία παρὰ τοῦ θεοῦ el sacrificio (es) inadmisible por Dios, IG 22.1365.14 (I d.C.), 1366.8 (I d.C.), εὐχὴ ἀ. ... ὑπὸ τοῦ θεοῦ Porph.Marc.24.
3 que no presta atención a c. gen. συμβουλίας Aristo Phil.14.4.

Greek Monolingual

ἀπρόσδεκτος, -ον προσδέχομαι
1. ο ανεπιθύμητος
2. ο απαράδεκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσδεκτος:
1) неприступный (Aesch. - v.l. к ἀπρόσδεικτος);
2) неприемлемый (ἐπιφορά Sext.).