καυσώ

From LSJ
Revision as of 18:44, 29 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "στοιχεῑ" to "στοιχεῖ")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

καυσῶ, -όω (Α)
καύσος
1. θερμαίνω
2. παθ. καυσοῦμαι, -όομαι
α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)
β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.