хлебопёк
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Russian > Greek
ἀρτοποιός, ἀρτοπράτης, ἀρτουργός, βουκελλατᾶς, ἀρτοκάπηλος, ἀρτοκόλλυτος, ἀρτοκόπος, ἀρτοπώλης, σιτουργός, σιτοποιός