σιτουργός
From LSJ
English (LSJ)
σιτουργόν, = σιτοποιός, Pl.Plt. 267e.
German (Pape)
[Seite 886] = σιτοποιός; Plat. Polit. 267 e; μύλη, Polyaen. 3, 10, 10.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτουργός -οῦ, ὁ [σῖτος, ἔργον] graanbewerkers.
Russian (Dvoretsky)
σῑτουργός: ὁ хлебопек, булочник Plat.
Greek Monolingual
-όν, Α
σιτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός].
Greek Monotonic
σῑτουργός: -όν (*ἔργω), = σιτοποιός, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτουργός: -όν, (*ἔργω) = σιτοποιός, Πλάτ. Πολιτικ. 267Ε.