пеекарь
Russian > Greek
ἀρτοποιός, ἀρτοπράτης, ἀρτουργός, βουκελλατᾶς, ἀρτοκάπηλος, ἀρτοκόλλυτος, ἀρτοκόπος, ἀρτοπώλης, σιτουργός, σιτοποιός
ἀρτοποιός, ἀρτοπράτης, ἀρτουργός, βουκελλατᾶς, ἀρτοκάπηλος, ἀρτοκόλλυτος, ἀρτοκόπος, ἀρτοπώλης, σιτουργός, σιτοποιός