επίχολος

Revision as of 22:10, 24 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπίχολος, -ον (Α)
1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.)
2. ευερέθιστος, οργίλος
3. αυτός που παράγει χολή («τοῖσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.).