ἐπίχολος, -ον (Α)1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.)2. ευερέθιστος, οργίλος3. αυτός που παράγει χολή («τοῖσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.).