ευερέθιστος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐερέθιστος, -ον)
1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα
2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη»)
νεοελλ.
(για μερικά όργανα του σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε ερεθισμό, ο επιρρεπής σε φλόγωση.