ταυτοκλινής

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει το ίδιο κλίμα με άλλον, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτοςμόλις γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῖς εἶεν τοῖς κατ' Ἀμισόν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -κλινής (< κλίνω, πρβλ. και κλίμα)].