ταυτοκλινής
Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος -> I grow old always learning many things
Solon the AthenianGreek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει το ίδιο κλίμα με άλλον, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος («μόλις γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῑς εἶεν τοῑς κατ' Ἀμισόν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -κλινής (< κλίνω, πρβλ. και κλίμα)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο