σάκελλα και σάκκελα, σακέλλα, σακέλλη, ἡ, Μ1. βαλάντιο, πουγγί2. επισκοπική φυλακή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός σάκος, βαλάντιο»].