ενταφιασμός
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Greek Monolingual
ο (Α ἐνταφιασμός)
τοποθέτηση στον τάφο, ταφή («εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό», ΚΔ).