λυχνούχος
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
Greek Monolingual
λυχνοῦχος, ὁ (Α)
ο λυχνοστάτης («ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον», Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -οῦχος (< ἔχω)].