πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
και δωρ. τ. σταλοῦχος, -ον, Ααυτός που έχει στήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -οῦχος (< ἔχω)].