Χαλκιδέας
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
ο / Χαλκιδεύς, Χαλκιδέως, ΝΜΑ
1. κάτοικος της Χαλκίδας, Χαλκιδαίος
2. κάτοικος της Χαλκιδικής
αρχ.
ως προσηγ. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκιδεύς, δειλός».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χαλκίς, Χαλκίδος + κατάλ. -εύς].